- σαλώτια
- σαλώτια, pl., dub. sens. (in list of eatables, etc.), POxy.920.5 (ii/ iii A.D.);A
ῥίζια δύο σαλωτίων Sammelb.1.25
(iii A.D.); cf. σαλούσιον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥίζια δύο σαλωτίων Sammelb.1.25
(iii A.D.); cf. σαλούσιον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.